πρασινούτσικος

πρασινούτσικος
-η, -ο, Ν [πράσινος]
πρασινωπός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρασινωπός — ή, ό, Ν αυτός που έχει όψη ή απόχρωση προς το πράσινο, πρασινούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσινος + ωπός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1794 στον Αντ. Κορωνιό] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”